- ἀλάτου
- ἀλά̱του , ἀλήτηςwanderermasc gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλατάς — Μικρό νησί (υψόμ. 10 μ., 5 κάτ.) του Παγασητικού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικερίου του νομού Μαγνησίας. Στο νησί υπάρχουν τα διαλυμένα μοναστήρια των Αγίων Σαράντα και της Μεταμόρφωσης. Το 1822 έγινε στον Α. φονική μάχη μεταξύ… … Dictionary of Greek